- οἴσειν
- φέρωferofut inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνομολογώ — συνομολογῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνομολογώ Α [ὁμολογῶ] έρχομαι σε συνεννόηση με κάποιον, συνάπτω συμφωνία, συνάπτω συνθήκη μσν. αρχ. (για συνομιλητές) αναγνωρίζω, παραδέχομαι και εγώ κάτι («περὶ δικαιοσύνης πάντες πως ξυνομολογοῡμεν πάντα εἶναι… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek